- βαφιάς
- ο (AM βαφεύς, -έως, Μ και βαφέας)αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφεύς < βαφή, οι δε τύποι βαφέας και βαφιάς είναι μεταπλασμένοι τ. του βαφεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
βαφεύς — ο βλ. βαφιάς … Dictionary of Greek
βαφιάτικα — τα [βαφιάς] το ποσό που πληρώνεται για τη βαφή υφάσματος ή νήματος … Dictionary of Greek
βαφέας, ο — και βαφιάς,ο ο μπογιατζής, αυτός που έχει ως επάγγελμα το να βάφει: Το σπίτι είναι άνω κάτω γιατί έχουμε βαφιάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)